σμάρι — το 1. σμήνος: Στην κουφάλα ενός δέντρου βρήκε ένα σμάρι μελισσών. 2. πλήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Smari — Σμάρι … Deutsch Wikipedia
Smari — Infobox Village name = Island of Crete periph = Crete prefec = Heraklion population = 418 Year = 2001 altitude = 320 webpage = The village of Smari (Greek: Σμάρι) is a traditional small Cretan village, only 7 km away from the municipalityof… … Wikipedia
Kastelli — Gemeinde Kastelli (1994–2010) Δήμος Καστελλίου … Deutsch Wikipedia
γονίδι — το [γόνος] 1. σμήνος από νεαρές μέλισσες, σμάρι 2. γόνος ψαριών … Dictionary of Greek
μελίσσι — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Οικισμός (3 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται σε απόσταση 43 χλμ. ΝΑ της Τριπόλεως. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βόρειας Κυνουρίας. 2. Ακατοίκητος οικισμός του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών … Dictionary of Greek
μελισσολόι — το 1. σμήνος, σμάρι μελισσών, μελίσσι 2. βόμβος μελισσιού, μελισσοβούισμα («κάτι σα βουητό, σα μελισσόι», Παλαμ.) 3. μτφ. μεγάλο και πυκνό πλήθος ανθρώπων που θορυβούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + λόι*] … Dictionary of Greek
μελισσοσμάρι — το σμήνος μελισσών, μελίσσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + σμάρι] … Dictionary of Greek
προσμαρίδα — η, Ν κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ < προσ * + σμάρι «σμήνος μελισσών, μεγάλο πλήθος»] … Dictionary of Greek
πώυ — πώεος, τὸ, πληθ. πώεα, ΜΑ 1. κοπάδι, αγέλη ζώων 2. συνεκδ. σμάρι παιδιών («πώεα παίδων», Νόνν.) αρχ. συν. στον πληθ. τὰ πώεα (στον Όμηρο) κοπάδι προβάτων («πώεα μήλων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ποιμένας] … Dictionary of Greek