σμάρι

σμάρι
Ημιορεινός οικισμός (374 κάτ., υψόμ. 320 μ.), στην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στα βορειοδυτικά του Καστελλίου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12 τ. χλμ., 374 κάτ.).
* * *
το, Ν
1. νέο σμήνος μελισσών, γονίδι, γόνος
2. μτφ. μεγάλο πλήθος, ιδίως ανθρώπων («ένα σμάρι παιδιά έπαιζαν στην αλάνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < *-σμάρι-ον, υποκορ. τού αρχ. ἑσμός* «σμήνος», με σίγηση τού αρκτικού ε-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σμάρι — το 1. σμήνος: Στην κουφάλα ενός δέντρου βρήκε ένα σμάρι μελισσών. 2. πλήθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Smari — Σμάρι …   Deutsch Wikipedia

  • Smari — Infobox Village name = Island of Crete periph = Crete prefec = Heraklion population = 418 Year = 2001 altitude = 320 webpage = The village of Smari (Greek: Σμάρι) is a traditional small Cretan village, only 7 km away from the municipalityof… …   Wikipedia

  • Kastelli — Gemeinde Kastelli (1994–2010) Δήμος Καστελλίου …   Deutsch Wikipedia

  • γονίδι — το [γόνος] 1. σμήνος από νεαρές μέλισσες, σμάρι 2. γόνος ψαριών …   Dictionary of Greek

  • μελίσσι — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Οικισμός (3 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται σε απόσταση 43 χλμ. ΝΑ της Τριπόλεως. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βόρειας Κυνουρίας. 2. Ακατοίκητος οικισμός του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών …   Dictionary of Greek

  • μελισσολόι — το 1. σμήνος, σμάρι μελισσών, μελίσσι 2. βόμβος μελισσιού, μελισσοβούισμα («κάτι σα βουητό, σα μελισσόι», Παλαμ.) 3. μτφ. μεγάλο και πυκνό πλήθος ανθρώπων που θορυβούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + λόι*] …   Dictionary of Greek

  • μελισσοσμάρι — το σμήνος μελισσών, μελίσσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + σμάρι] …   Dictionary of Greek

  • προσμαρίδα — η, Ν κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ < προσ * + σμάρι «σμήνος μελισσών, μεγάλο πλήθος»] …   Dictionary of Greek

  • πώυ — πώεος, τὸ, πληθ. πώεα, ΜΑ 1. κοπάδι, αγέλη ζώων 2. συνεκδ. σμάρι παιδιών («πώεα παίδων», Νόνν.) αρχ. συν. στον πληθ. τὰ πώεα (στον Όμηρο) κοπάδι προβάτων («πώεα μήλων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ποιμένας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”